γεραλέος

γεραλέος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "γεραλέος" в других словарях:

  • γεραλέος — α, ο βλ. γηραλέος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -αλέος — Γλωσσ. κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας, που απαντά στα ομηρικά κείμενα και ιδιαίτερα στους μεταγενέστερους επικούς ποιητές. Στην αρχαία Ελληνική μαρτυρούνται συνολικά 112 περίπου επίθετα σε αλέος. Η κατάληξη δεν μαρτυρείται στην αττική διάλεκτο, η… …   Dictionary of Greek

  • γηραλέος — και γεραλέος, α, ο (AM γηραλέος, α, ον) γηραιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γήρας + επίθ. αλέος] …   Dictionary of Greek

  • γέρικος — η, ο αυτός που έχει γεράσει, γεροντικός, γεραλέος: Το κάρο έσερνε ένα γέρικο άλογο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ĝer-, ĝerǝ-, ĝrē- —     ĝer , ĝerǝ , ĝrē     English meaning: to rub; to be old; grain     Deutsche Übersetzung: “morsch, reif werden, altern”     Note: also, esp. in formations with formants no , “corn, grain, Kern” (only NW IE); die oldest meaning seems “rub”… …   Proto-Indo-European etymological dictionary


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»